ἀκουσμάτιον

ἀκουσμάτιον
ἀκουσμάτιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακουσμάτιον — ἀκουσμάτιον, το (Α) μικρό διήγημα ή τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. ἄκουσμα] …   Dictionary of Greek

  • άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”